αναπηρώ

αναπηρώ
(-όω) (Α ἀναπηροῡμαι, -όομαι)
μέσ.
1. γίνομαι (ή είμαι στα αρχ.) ανάπηρος*, σακατεύομαι
2. έχω ή αποκτώ πνευματική ή ψυχική ατέλεια, ελαττωματικότητα
(νεοελλ. ενεργ. κάνω κάποιον ανάπηρο, σακατεύω, ακρωτηριάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπηρος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναπήρωμα, αναπήρωση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀναπήρῳ — ἀνάπηρος maimed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάπηρος — η, ο (Α ἀνάπηρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι αρτιμελής, ακρωτηριασμένος, σακάτης 2. ο ελλιπής, ο ανίκανος για κάτι νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική τελειότητα, αρτιότητα 2. ο ανίκανος για εργασία λόγω αναπηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανά …   Dictionary of Greek

  • αναπήρωμα — το η αναπήρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπηρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό ως απόδοση τού ιταλ. storpio] …   Dictionary of Greek

  • αναπήρωση — η κολόβωση τού σώματος, σακάτεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπηρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό ως απόδοση τού ιταλ. storpiαmento] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”